-
1 παραπίπτω
2 Math., as [voice] Pass. of παραβάλλω, to be applied, Archim.Con.Sph.2.II fall in one's way,κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Hdt.8.87
, cf. Lys.27.15 ;ἀκοντίσαι ὅπου ἂν παραπίπτῃ [θηρίον] X.Cyr.1.2.10
;ἀγοράσαι.. χιτωνάριον, μάλιστα μὲν ἐὰν παραπίπτῃ χειριδωτόν PCair.Zen.469.5
(iii B. C.) ; π. κατὰ βοήθειαν come in time to aid, Plb.31.5.2, etc.; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι as opportunity offered, X.Eq.Mag.7.4, cf. Th.4.23 ; ; ;ὁ -πίπτων παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος Epicur.Sent.Vat. 29
; ὁ παραπεσών the first that comes,ἡ παραπίπτουσα ἀεὶ [ἡδονή] Pl.R. 561b
; ὁ παραπεπτωκὼς λόγος that happened to arise, Id.Lg. 832b, cf.Phlb. 14c ; πᾶν τὸ παραπῖπτον or παραπεσόν all that befalls, Plb.3.51.5, 11.4.5 ; κατὰ τὸ -πῖπτον incidentally, Phld.Mort.37.2 c. dat., befall, θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησι fell to their lot, Pl.Lg. 686d ; π. τῇ πόλει νομοθέτης comes to its aid, ib. 709c : in bad sense,ἀσθένειά τινι παραπεπτωκυῖα Phld.Lib.p.49O.
;παραπέπτωκε τῇ πόλει ὥστε ἀνακτᾶσθαι X.Vect.5.8
.IV go astray, err, X.HG1.6.4 ; τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῖν καὶ π. Plb.18.36.6 ; π. τῇ διανοίᾳ Vett. Val.73.25.b to be mislaid or lost, of a document, Ostr.Bodl. i62(ii B.C.), POxy.95.34(ii A.D.), etc. ;σανδάλιον παραπεσόν Luc.Philops.27
.2 fall aside or away from, c. gen.,τῆς ὁδοῦ Plb.3.54.5
;τῆς ἀληθείας Id.12.12.2
;τοῦ καθήκοντος Id.8.11.8
;τῆς ἱστορίας Str.1.1.7
: abs., fall away, Ep.Hebr. 6.6.VI Astrol., to be unfavourably situated, Vett.Val.5.5, 27.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπίπτω
-
2 πίπτω
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj.πίπτῃσι Pl.Com. 153.5
: [dialect] Ep. [tense] impf.πῖπτον Il.8.67
, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); [dialect] Ion. πίπτεσκον ( συμ-) Emp.59.2: [tense] fut. (lyr.), etc.; [dialect] Ion.[ per.] 3pl.πεσέονται Il.11.824
, [ per.] 3sg.πεσέεται Hdt.7.163
, 168: [tense] aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; [ per.] 2sg. opt.πεσοίης Polem.Call. 10.14
; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.ἔπετον Alc.60
, Pi.O.7.69, P.5.50, ([etym.] κάπετον) O.8.38, (ἐμ-) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 ([place name] Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A. 521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr. 291 ( προς-): [tense] pf. , Ar.Ra. 970, etc.; [dialect] Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syll. by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. , Ant. 697. (Redupl. from πετ-, which appears in [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [tense] aor. ἔ-πετ-ον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.)A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.;νιφάδες.. π. θαμειαί 12.278
;ὀπίσω πέσεν Od.12.410
; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν.., ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205;ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384
; π. ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω)π. ἐν δεμνίοις E.Or.35
, cf. A.Pers. 125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose,π. ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32
: c. dat. only,πεδίῳ πέσε Il.5.82
; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.);π. ἐπὶ χθονί Od.24.535
;οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4
; (lyr.); ;πρὸς ἀγκάλαις Id. Ion 962
;ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag. 326
: with a Prep. of motion first in Hes.,Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op. 620
; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th. 791
;εἰς ἄντλον E.Hec. 1025
(lyr.);ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019
(lyr.);ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13
;πρὸς οὖδας E.Hec. 405
.2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.;π. ἔραζε 12.156
, cf. Od.22.280.3 with Preps. denoting the point from which one falls,ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803
;ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3
;ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg. 701d
;ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583
;π. ἐκ νηός Od.12.417
; .4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, π. ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but π. ἐπί τι, ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; π. διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17;π. κατά τινος Id.Sph.Cyl.1
Def.2;ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2
.B Special usages:I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack,ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742
(but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj. 375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant. 782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc. 379, cf. 375;πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
;πρὸς πύλαις A.Th. 462
.2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib. 185 ;ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec. 787
; ἐς γόνατα on one's knees, of a wrestler, Simon.156 ;ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq. 571
.II fall in battle,πῖπτε δὲ λαός Il.8.67
, etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, X.Cyr.1.4.24 ;νέκυες πίπτοντες Il.10.200
; ;πεσήματα.. πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr. 653
;π. ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67
;ὡς.. θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι.., ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157
, cf. 500, etc. ;τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers. 252
.2 fall, be ruined, , cf. Pl.Phlb.22 e;πεσεῖν.. πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919
, cf. Pl.La. 181b ; ; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El. 429, 398 ;ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj. 1078
; of an army,μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18
, cf. Th.2.89 ; ; of a city,π. δορί E.Hec. 5
.3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op. 547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph,πέπτωκεν κομπάσματα A.Th. 794
, cf. S.Ant. 474 : c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1.III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595 ; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5 ;τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp. 390
; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from.., A.Eu. 147 ;ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra. 970
.2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42 ;εἰς ἄτην Sol.13.68
;εἰς δουλοσύνην Id.9.4
;ἐς δάκρυα Hdt.6.21
; ; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT 1172, Fr.578.8, Or. 696, Ph.69, Th.3.82 ; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41 ;ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El. 1476
; (lyr.) ;ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3
;πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11
: c. dat. only,π. δυσπραξίαις Id.Aj. 759
; , etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib. 705.3 εἰς ὕπνον π. fall asleep, Id.Ph. 826 ; butἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23
; simply ὕπνῳ, A.Eu.68.4 π. εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al.5 π. ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P.IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110.V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ;ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34
; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R. 604c ; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp. 718; πρὸς τὸ πῖπτον as matters fall out, Id.El. 639 ; of tossing up with oystershells,κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5
; of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα, Pl.R. 619e, 617e;ἐπί τινα Act.Ap.1.26
: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15.2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or. 603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; .3 fall to one, i.e. to his lot, esp. of revenues, accrue,τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7
;φησιν.. ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1
; τὴν πεπτωκότα (sic)μοι οἰκίαν BGU251.12
(ii A. D.);τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45
(Andania, i B. C.);τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17
; to be paid,τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12
;τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ.. ἱερόν PEleph.10.2
(iii B. C.);π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7
(iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.) ;μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40
([place name] Teos) ; πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινος .. Ostr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B 75 ([place name] Olbia)).VII fall under, belong to a class,εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph. 1005a2
, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib. 982b8 ;ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top. 102a37
, cf. 151a15 ;ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN 1104a8
; ;τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.
;ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν.. ἱστορίαν Plb.2.14.7
. -
3 διαφορά
II difference, Th.3.10 (pl.), etc.; [full] περί τι D.H. Comp.15;θεοῦ πρὸς ἄνθρωπον Plu.2.1075c
; διαφορὰν ἔχειν to differ, Men.426.2 in Logic, the differentia of a species,ἐκ τοῦ γένους καὶ τῶν διαφορῶν τὰ εἴδη Arist.Metaph. 1057b7
, cf. Top. 139a29: hence in pl. of species or kinds, Id.Pol. 1285a1, 1289a20, Thphr. HP6.4.5;εἴδη καὶ δ. Plu.2.719e
; alsoκατὰ διαφορὰν ποιός Stoic.2.128
,al.III variance, disagreement, Hdt.1.1;δ. ἔχειν τινί E. Med.75
: pl., τὰς διαφορὰς διαιρέειν, καταλαμβάνειν, settle the differences, Hdt.4.23,7.9.β; δ. θέσθαι καλῶς And.1.140
;διαφοραὶ πρός τινας Pl.Phdr. 231b
;δ. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Lys.25.10
;ἐν δ. καταστῆναί τινι Antipho 1.1
;δ. φιλοσοφίᾳ καὶ ποιητικῇ Pl.R. 607b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορά
-
4 ἔρα
ἔρα, ἡ,A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. [full] ἔραζε, [dialect] Dor. [full] ἔρασδε, to earth,κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527
;ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85
, cf. Hes.Op. 421, 473 ; soνιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156
;οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr. 159
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146
; on the ground,θάλλειν Mosch.2.66
.
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek